- μαρμαρογλύφος
- ο1. τεχνίτης ειδικός στην κατεργασία τού μαρμάρου, μαρμαράς2. γλύπτης ειδικός στην κατασκευή μαρμάρινων καλλιτεχνημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + -γλύφος (< γλύφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… … Dictionary of Greek
μαρμαράριος — μαρμαράριος, ὁ (Α) ο μαρμαρογλύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος, κατά το λατ. Marmorarius] … Dictionary of Greek
μαρμαράς — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 38 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θερίσου. * * * ο (Μ μαρμαράς) [μάρμαρο] νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
μαρμαρογλυφείο — το το εργαστήριο τού μαρμαρογλύπτη, το μαρμαράδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαρογλύφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
μαρμαρογλύπτης — ο (Α μαρμαρογλύπτης) μαρμαράς, μαρμαρογλύφος, λιθοξόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος / μάρμαρον + γλύπτης (< γλύφω), πρβλ. ξυλο γλύπτης] … Dictionary of Greek
μαρμαράς — ο τεχνίτης ειδικευμένος στην κατεργασία του μαρμάρου, ο μαρμαρογλύφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)